εταιρικός

εταιρικός
-ή, -ό (ΑΜ ἑταιρικός, -ή, -όν) [εταίρος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο»)
2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό)
το συστατικό έγγραφο μιας εταιρείας
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στους ιππείς σωματοφύλακες τών Μακεδόνων βασιλέων
2. αυτός που ανήκει σε εταίρα ή μοιάζει με αυτήν
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑταιρική
η φιλική συντροφιά
4. το ουδ. ως ουσ.
τὸ ἑταιρικόν
α) η εταιρεία
β) πολιτικός σύλλογος που ἔχει φατριαστικούς, κομματικούς σκοπούς
γ) οι κομματικοί δεσμοί
δ) (ενν. τέλος) φόρος που καταβάλλεται από τις εταίρες, πορνικός φόρος
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑταιρικά
α) φατρίες, πολιτικές μερίδες
β) θρησκευτικοί θίασοι.
επίρρ...
ἑταιρικῶς
νεοελλ.
συνεταιρικά
αρχ.
α) κατά φιλικό τρόπο, συντροφικά («ἑταιρικῶς προσφέρεσθαι», Αριστοτ.)
β) κατά τρόπο που αρμόζει σε εταίρα («ἑταιρικῶς κεκοσμημένοι», Ζήν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑταιρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εταιρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εταιρεία: Εταιρικό κεφάλαιο. 2. το ουδ. ως ουσ., εταιρικό συμβόλαιο σύστασης της εταιρείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑταιρικά — ἑταιρικός of neut nom/voc/acc pl ἑταιρικά̱ , ἑταιρικός of fem nom/voc/acc dual ἑταιρικά̱ , ἑταιρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικῶν — ἑταιρικός of fem gen pl ἑταιρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικόν — ἑταιρικός of masc acc sg ἑταιρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικαῖς — ἑταιρικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικαί — ἑταιρικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικοῖς — ἑταιρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικοί — ἑταιρικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικοῦ — ἑταιρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”